- ραμνούσιος
- -α, -ο / ῥαμνούσιος, -ία, -ον, θηλ. και Ῥαμνουσίς, -ίδος, και Ῥαμνουσιάς, -άδος, Α [Ῥαμνοῡς, -οῡντος]1. αυτός που ανήκει στον δήμο Ραμνούντος ή κατάγεται από αυτόν2. ως κύριο όν. ο κάτοικος τού Ραμνούντος3. το θηλ. α) προσωνυμία τής Νεμέσεως («ἐν Ῥαμνοῡντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου», Ησύχ.)β) προσωνυμία τής Ελένης («ἀμφ Ἑλένῃ Ῥαμνουσίδι θυμωθεῑσαι», Καλλίμ.).
Dictionary of Greek. 2013.